-
1 εξαναλισκω
(fut. ἐξαναλώσω; pf. pass. ἐξανήλωμαι)1) потреблять, растрачивать, расходовать(τὰ πλεῖστα τῶν ἰδίων εἰς τὸν πόλεμον Plut.; ἐξανήλωνται οἱ ἴδιοι πάντες Dem.)
2) истощатьἐξανηλωμένοι ἐν τῷ πολέμῳ Aeschin. — разоренные войной;pass. — подходить к концу, кончаться (ἐξαναλισκομένου τοῦ περιττώματος Arst.)3) истреблять, искоренять(ἐξαναλῶσαι γένος Aesch.)